- πρόσκρουμα
- -θύματος, τὸ, Α(δ. γρφ.) βλ. πρόσκρουσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσκρουμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρουμάτων — πρόσκρουμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούμασι — πρόσκρουμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούμασιν — πρόσκρουμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούματα — πρόσκρουμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούματος — πρόσκρουμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρούματ' — προσκρούματα , πρόσκρουμα neut nom/voc/acc pl προσκρούματι , πρόσκρουμα neut dat sg προσκρούματε , πρόσκρουμα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκρουσμα — ούσματος και πρόσκρουμα, θύματος, τὸ, ΜΑ [προσκρούω] 1. αυτό πάνω στο οποίο προσκρούει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα 2. κρούση, χτύπημα 3. μτφ. α) ηθική σύγκρουση, δυσαρέσκεια («ἡ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἔχθρα καὶ τὰ προσκρούσματα ἐκεῑθεν ἡμῑν συνέβη», Δημοσθ.)… … Dictionary of Greek